- αποκαλώ
- (AM ἀποκαλῶ, -έω)1. ονομάζω, δίνω όνομα2. δίνω σε κάποιον μια επωνυμία με πρόθεση να τον επαινέσω ή να τον διασύρωαρχ.1. ανακαλώ από εξορία, καλώ πίσω2. καλώ ιδιαιτέρως, χωριστά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκαλώ — αποκαλώ, αποκάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκαλώ — εσα, έστηκα, εσμένος, ονομάζω (κυρίως για κακό): Τον αποκάλεσε παλιάνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκαλῶ — ἀποκαλέω recall pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποκαλέω recall pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀποκαλέω recall fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἀποκαλέω recall pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποκαλέω recall… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
κυριωνυμώ — κυριωνυμῶ, έω (Μ) [κυριώνυμος] 1. αποκαλώ κάποιον με ιδιαίτερο, κύριο όνομα 2. αποκαλώ κάποιον κύριο … Dictionary of Greek
συνεπικαλούμαι — έομαι, Α επικαλούμαι μαζί με άλλον, αποκαλώ ή προσκαλώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικαλῶ, οῦμαι «προσκαλώ, αποκαλώ, κατηγορώ»] … Dictionary of Greek
έπω — (I) ἕπω (Α) ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. *sep «ασχολούμαι, τιμώ». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. sapati «περιποιούμαι, αποδίδω σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ … Dictionary of Greek
αναγορεύω — (Α ἀναγορεύω) απονέμω αξίωμα ή τίτλο δημόσια, ανακηρύσσω νεοελλ. 1. κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω 2. (ενεργ. και μέσ.) υπενθυμίζω 3. διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ αρχ. δίνω προσωνυμία σε κάποιον, χαρακτηρίζω, αποκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν(α) * + ἀγορεύω … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
απόκλητος — ἀπόκλητος, ον (Α) [αποκαλώ] (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀπόκλητοι τα μέλη του αιρετού συνεδρίου των Αιτωλών … Dictionary of Greek